Μην τονε κλαις τον αετό,
απού πετά οντε βρέχει,
μόνο να κλαις ένα πουλί,
απού φτερά δεν έχει.
œ
Περιστεράκι θα γενώ,
να κάτσω στο λαιμό σου,
να τη φιλήσω την ελιά,
που 'χεις στο μάγουλό σου.
œ
Ξενιτεμένο μου πουλί,
κι ωραίο μου γεράκι,
η ξενιτιά σε χαίρεται,
κι εγώ πίνω φαρμάκι.
œ
Με τα πετούμενα πουλιά,
επήγαινα πετώντας,
μα εδά μου 'κόψαν τα φτερά
και πάω περπατώντας.
œ
Πουλάκι κι αηδονάκι μου
κι έγνοια του λογισμού μου,
κοντό να μ' αγαπάς εσύ,
ως σ' έχω εγώ στο νου μου.
œ
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
και χαμηλώνει ο κλώνος
και θα σου πάρουν τα πουλιά
και θα 'πομείνεις μόνος.
œ
Να 'θελα μ' αγαπάς εσύ
και να 'θελα με θέλεις,
χίλια ρεμέδια (=προσπάθειες) θα ΄κανες
κοντά σου να με φέρεις.
œ
Από μακριά να σε θωρώ,
κοντά να μη σιμώνω,
τηνε μιλιά σου να γροικώ,
εκείνο θέλω μόνο.
œ
Τηνε μιλιά σου ήκουσα,
τον μπόϊ σου δεν είδα,
να 'ξερες χαϊδεμένο μου,
καϊμό που σου τον πήρα.
œ
Πουλί που χτίζεις δυό φωλιές,
η μια να σου χαλάσει
και να σου πέσουν τα φτερά,
να μη μπορεί α πετάξεις.
œ
Ένα πουλάκι μιαν αυγή
έκλαιγε λυπημένα,
γιατί του πήραν τη φωλιά
και τα πουλιά χαϊμένα!