Σκοπός ιστολογίου

Για να προβάλουμε αυτά που μας παραδόθηκαν, να θυμόμαστε αυτούς που μας τα παράδωσαν, να μην ξεχνιόμαστε, να επικοινωνούμε και να μη χανόμαστε.....

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Κρητική διάλεκτος


Η καλίκωση = τα παπούτσια
      "Απού 'μαθε αξυπόλητος, εργά καλικωμένος"
      "Δεν προλαβαίνω να τονε καλικώνω"
      "Καταλύθηκε η καλίκωσή μου και πρέπει να πάρω άλλη"
  
Η ταχινή = πρωΐ-πρωΐ
      "Θα σηκωθώ ταχινή-ταχινή να φύγω"
      "Ο ταχινοσηκωμένος είναι πάντα κερδισμένος"
 
Το κιντί = το απόγευμα
       "Εδά το κιντί θα πας στην εξοχή που δεν έχεις ώρα;"
       "Το κιντί θα φάμε πράμα και το βράδυ μια ολιά (=λίγο)"
 
Ο ντουχιουμάνης = ο εχθρός, ο κακός άνθρωπος
         "Αυτός είναι κακός ντουχιουμάνης"
 
Ντουχιουντίζω = σκέφτομαι
         "Ε, ήντά 'χεις και ντουχιουντίζεις;"
 
Καρακοντζολεύω = ψάχνω να βρω κάτι κάνοντας θόρυβο
         "Ήντα καρακοντζολεύεις εκιά μέσα;"
         "Ήντα κάνεις ετά και καρακοντζολεύεις;"
         "Θα καρακοντζολέψω και θα το βρω"


 

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

"Ο κύριος Αληθινός"


Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας Βασιλιάς σε μια χώρα, πολύ πλούσιος, με πολλά κοπάδια πρόβατα. Έβρισκε βοσκούς να του τα βοσκίζουν, μα μετά από λίγο τους έδιωχνε, γιατί του έλεγαν ψέμματα. Δεν έβρισκε κάποιον που να του λέει την αλήθεια, για να του τα εμπιστευτεί. Αποφασίζει λοιπόν μια μέρα και στέλνει ντελάλη σε όλο το βασίλειό του να φωνάξει: "όποιος δεν λέει ποτέ ψέμματα να παρουσιαστεί στο Βασιλιά!"
Παρουσιάζεται πράγματι μετά από λίγο ένας υπήκοός του και του λέει:
- Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, εγώ δεν λέω ποτέ ψέμματα.
- Ποτέ, ποτέ;
- Ποτέ.
- Και πως σε λένε;
- Με λένε Αληθινό!
- Έλα τότε να σε δοκιμάσω αν είσαι πράγματι αληθινός. Θέλω να μου βοσκίζεις τα πρόβατά μου.
Τον παίρνει, τον πάει στο κοπάδι του. Είχε ο Βασιλιάς ένα πρόβατο, το πιο όμορφο, το πιο μεγάλο, το καλύτερό του, το οποίο αγαπούσε πιο πολύ απ΄όλα. Του είχε ένα αργυρό κουδούνι στο λαιμό και το φώναζε "Αργυροκουδουνάτη". Του λέει λοιπόν:
- Όλα να τα σφάξεις, να φας να πιεις, κάνε ό,τι θες, δε με νοιάζει. Μα την Αργυροκουδουνάτη να προσέχεις, να μην πάθει πράμα, γιατί θα σε σκοτώσω! Και θέλω να κατεβαίνεις μια φορά τη βδομάδα στο παλάτι, να μου δίνεις αναφορά για το κοπάδι μου. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι!
Φεύγει ο Βασιλιάς, του δίνει τροφή και ξεκινά ο Αληθινός για το βουνό με τα πρόβατα.
Έκανε ο Αληθινός τη δουλειά του κανονικά όπως ήξερε, βόσκιζε τα πρόβατα, όλα καλά. Πέρασε η πρώτη βδομάδα, ετοιμάζεται και έρχεται στο Βασιλιά και του λέει:
- Καλημέρα Βασιλέα μου πολυχρονεμένε!
- Καλώς τον κύριο Αληθινό! Τι κάνουν τα οζά μου (=τα ζώα μου), τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;
- Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου και η Αργυροκουδουνάτη σου!
Ευχαριστήθηκε ο Βασιλιάς με την απάντηση! Του δίνει τροφή και φεύγει: "Να 'ρθεις πάλι σε μια βδομάδα να μου πεις τα νέα σου".
Κάθε βδομάδα λοιπόν γινόταν αυτό. Παρουσιαζόταν ο Αληθινός στο Βασιλιά και του έλεγε:
- Καλημέρα Βασιλέα μου πολυχρονεμένε!
- Καλώς τον κύριο Αληθινό! Τι κάνουν τα οζά μου, τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;
- Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου, καλά 'ναι κι η Αργυροκουδουνάτη σου!
Και περνούσε ο καιρός. Υπερευχαριστημένος ο Βασιλιάς!
Μια μέρα λένε μεταξύ τους κάποιοι "φίλοι" του Αληθινού απ' το χωριό: "μωρ' εμείς θα πάμε στο βουνό, να βρούμε τον Αληθινό και θα τον κάνουμε να πει ψέμματα στο Βασιλιά. Δεν μπορεί να ΄ναι αυτός καλύτερος από μας". Πέρνουνε λοιπόν μια ωραία κοπέλα, μπόλικο κρασί και πάνε στο βουνό, βρίσκουν τον Αληθινό και του λένε:
- Ήρθαμε να σου κάνουμε παρέα που είσαι μόνος, να γλεντήσουμε. Φέραμε το κρασί. Δε σφάζεις και συ κανένα αρνί;
- Να σφάξω, λέει αυτός καλοπροαίρετα. Σφάζει ένα αρνί, τρώνε, πίνουν, ανοίγει η όρεξη. Σφάζει κι άλλο μετά, έρχονται στα κέφια. Του λένε: "Σφάξε και την Αργυροκουδουνάτη!" Τους λέει αυτός: "Α όλα κι όλα! Όλα τα σφάζω, μα την Αργυροκουδουνάτη δεν τη σφάζω!". Τον ποτίζουν αυτοί κρασί, μεθάει και σε λίγο του ξαναλένε να σφάξει την Αργυροκουδουνάτη. Μεθυσμένος αυτός τη σφάζει. Τρώνε πίνουνε, συνεχίζουνε το γλέντι. Από το πολύ κρασί τον παίρνει ο ύπνος. Φεύγουν οι "φίλοι".
Το πρωί ξυπνά ζαλισμένος, δεν θυμόταν τίποτε. Μετρά τα πρόβατα και θωρεί την Αργυροκουδουνάτη να λείπει. Τότε θυμήθηκε και κατάλαβε τι είχε κάνει! Στεναχωρήθηκε πολύ και λέει με το μυαλό του: "τι θα πω εδά (=τώρα) στο Βασιλιά που θα με σκοτώσει;"
Φεύγει να πάει στο Βασιλιά. Στο δρόμο σταματά, καρφώνει τη μαγκούρα του στο χώμα, της βάζει από πάνω το καπέλο του και μιλεί σα να 'βλεπε το Βασιλιά και λέει: "Καλημέρα Βασιλέα μου πολυχρονεμένε". Απαντά πάλι ο ίδιος: "Καλώς τον κύριο Αληθινό! Ήντα κάνουν τα οζά μου, τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;" "Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου, μα η Αργυροκουδουνάτη σου... χάθηκε!" Σκέφτεται λίγο και λέει: "δεν πάει ετσά να το πω, είναι ψέμματα".
Πηγαίνει παρά κάτω και ξανά σταματά, στερεώνει πάλι τη μαγκούρα του στο χώμα, της βάνει το καπέλο και λέει: "Καλημέρα Βασιλέα μου πολυχρονεμένε" "Καλώς τον κύριο Αληθινό. Ήντα κάνουν τα οζά μου, τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;" "Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου, μα η Αργυροκουδουνάτη σου.... ψόφησε!" Σκέφτεται πάλι: "μπα ούτε ετσά ταιριάζει να το πω".
Ξαναξεκινά, πάει παρακάτω, σταματά, βάζει τη μαγκούρα κάτω και λέει: "Καλημέρα μου Βασιλέα πολυχρονεμένε". "Καλώς τον κύριο Αληθινό. Ήντα κάνουν τα οζά μου τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;" "Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου,  μα την Αργυροκουδουνάτη σου... ήσφαξά την... ήφαγά τη για μιας ξανθιάς αγάπη!" Λέει: "Α, μωρέ έτσι ταιριάζει να το πω! Έτσι θα το πω στο Βασιλιά, που δεν είναι ψέμμα!"
Φτάνει στο Παλάτι, μπαίνει μέσα, τον υποδέχεται με χαρά ο Βασιλιάς:
- Καλώς τον κύριο Αληθινό! Τι κάνουν τα οζά μου, τα πρόβατά μου και η Αργυροκουδουνάτη μου;
- Καλά 'ναι τα οζά σου, τα πρόβατά σου, μα την Αργυροκουδουνάτη σου ήσφαξά την, ήφαγά την για μιας ξανθιάς αγάπη!" Ντελόγο (=αμέσως) του λέει ο Βασιλιάς:
- Μπράβο! Συγχαρτήρια που δεν μου 'πες ψέμματα!  Από τώρα και στο εξής αφήνεις το βουνό και τα πρόβατα και θα μείνεις εδώ δίπλα μου για πάντα ....
.... και τον κράτησε στο Παλάτι κοντά του έμπιστο φίλο και φύλακα .... μοιράστηκε μαζί του τα πλούτη του .... και περάσανε αυτοί καλά κι εμείς .... καλύτερα!!!



Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να λέμε ψέμματα.
Η γιαγιά Καλλιρρόη Π.



Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις,
αλλά να μήν κάνεις αυτό που δεν θέλεις.
(Ρουσσώ)


 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

"Ο Χριστός κι ο κουμαρτζής"

(κουμαρτζής=χαρτοπαίχτης)

Μια φορά κι έναν καιρό που γύριζε ο Χριστός τον κόσμο με τους μαθητές του και δίδασκε, νυχτωθήκανε σ' ένα χωριό, χειμώνα με κρύο και βροχή και δεν είχαν που να μείνουν.
Εκεί που πήγαιναν, συναντούν έναν άνθρωπο και του λέει ο Χριστός:
- Κουμπάρε, θα μας ε κονέψεις στο σπίτι σου απόψε, γιατί είμαστε από ξένο τόπο και βρέχει και δεν έχουμε που να μείνουμε;
Τους κυττάζει αυτός καλά:
- Πολλοί είσαστε μπρε κουμπάρε και δεν έχω μεγάλο σπίτι, αλλά ελάτε και θα βολευτείτε.
Πάνε στο σπίτι,  μπαίνει αυτός πρώτος μέσα, ξυπνά τη γυναίκα του. Ξέχασα να σας πω, πως αυτός ο άνθρωπος ήταν κουμαρτζής και γύριζε αργά κάθε βράδυ, γιατί ήτανε στο κουμάρι (ήταν το ελάττωμά του να παίζει χαρτιά). Λέει λοιπόν στη γυναίκα του:
- Ξύπνα γυναίκα, γιατί έφερα παρέα που μου 'τυχε στο δρόμο και δεν έχουν που να μείνουν απόψε, μόνο σήκω να τους περιποιηθείς.
Τι να κάνει αυτή, σηκώνεται, ντύνεται και πάει να τους υποδεχτεί. Ανοίγει την πόρτα κι αρχίσανε να μπαίνουνε μέσα οι μουσαφίρηδες, ένας, δύο, τρεις, τέσσερεις, έξι, οκτώ, δέκα, δώδεκα οι μαθητές κι ένας ο Χριστός δεκατρείς! Η καϋμένη σάστισε! Άλλο δωμάτιο δεν είχανε, μόνο αυτό κι ένα άλλο που κοιμότανε αυτή με τον άντρα της και τα παιδιά της. Και δεν είχε και τίποτα για να φιλέψει τόσους ανθρώπους! Κάθονται, βολεύονται αυτοί όπως-όπως εδώ κι εκεί, εννοείται ότι δεν είχε τόσες καρέκλες, και της λέει ο άντρας της:
- Γυναίκα, φέρε πράμα να φάμε. Όπως λένε πάντα οι καλοί νοικοκύρηδες στην Κρήτη, άμα φέρουν παρέα στο σπίτι τους. Αυτή ντροπιασμένη, γιατί ήτανε φτωχοί - ο άντρας της και λίγα λεφτά που 'βγαζε τα 'τρωγε στο κουμάρι - του λέει:
- Δεν έχω πάρα μόνο λίγα χόρτα και λίγο ψωμί, που σου φύλαξα να φας εσύ.
Γυρίζει τότε ο Χριστός και της λέει:
- Φέρε τα χόρτα και το ψωμί και ξύπνησε και τα παιδιά σου.
Κάνει αυτή ό,τι της είπε. Στρώνει το τραπέζι, ξυπνά και τα παιδιά. Ευλογά ο Χριστός το τραπέζι, τρώνε όλοι, χορταίνουν και μένουν και 2 κοφίνια ψωμί! Το αντρόγυνο εθάμαξε, αλλά δε μίλησε κανείς τους. Οντο πήγανε να κοιμηθούνε λέει η γυναίκα στον άντρα της:
- Μπρε σύ αυτός ο άνθρωπος απου 'φερες απόψε είναι άγιος! Μήπως είναι ο Χριστός;
- Ντα κατέχω βρε γυναίκα;
Δεν συζητήσανε τίποτ' άλλο, κοιμηθήκανε.
Το πρωί σηκώνονται οι μουσαφίρηδες και ετοιμάζονται να φύγουνε. Λέει ο Χριστός στον άνθρωπο:
- Πες μου τι θες να σου χαρίσω, που με κράτησες απόψε στο σπίτι σου με τους μαθητές μου. Εγώ είμαι αυτός, που είπετε με τη γυναίκα σου τη νύχτα. Είμαι ο Χριστός, μόνο ζήτα μου ό,τι χάρη θες να σου κάμω.
- Δε θέλω τίποτα, μόνο να κερδίζω στα χαρτιά.
- Μα αυτό που μου ζητάς δεν είναι καλό. Δεν μπορώ να σου το κάμω. Ζήτα μου κάτι άλλο.
- Όχι εγώ θέλω αυτό, να κερδίζω στο κουμάρι.
Τρίτη φορά ο Χριστός προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη "έχεις οικογένεια, παιδιά, ζήτα μου κάτι άλλο, δεν είναι σωστό αυτό". Αυτός τίποτα. Του λέει τότε ο Χριστός:
- Ε ας είναι ευλογημένος ο κόπος σου!
Από κει κι ύστερα, όποτε έπαιζε κουμάρι κέρδιζε πάντα! Έτσι έγινε πλούσιος. Περάσανε τα χρόνια, τακτοποίησε τα παιδιά του, ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Λέει στη γυναίκα του:
- Γυναίκα, θέλω οντο πωθάνω, στην κάσα μου μέσα να μου βάλεις μια τράπουλα.
Λένε ότι όταν πεθάνει ο άνθρωπος η ψυχή του γυρίζει 40 μέρες. Εκιά που γύριζε λοιπόν η ψυχή του, βλέπει το διάβολο να κρατά μια ψυχή και να την τυρρανά και του λέει:
- Έρχεσαι να παίξομε κουμάρι; Κι αν σε κερδίσω θα μου δώσεις την ψυχή που κρατάς. Αν με κερδίσεις θα πάρεις κι εμένα.
Ο διάβολος, τόσο πονηρός που είναι, μη περιμένοντας ότι θα μπορούσε ποτέ να τον γελάσει άνθρωπος, του απαντά:
- Να παίξομε.
Παίζουνε και φυσικά κερδίζει ο άνθρωπος, γιατί είχε την ευλογία του Χριστού, και του δίνει την άλλη ψυχή ο διάβολος.
Ο άνθρωπος αυτός, ο  κουμαρτζής, ήταν να πάει στον Παράδεισο. Σέρνει λοιπόν και την άλλη ψυχή μαζί του. Του ανοίγει Άγγελος Κυρίου την πόρτα του Παραδείσου και του λέει:
- Εσύ είσαι δεκτός να μπεις μέσα, ο άλλος που έχεις μαζί σου δεν είναι.
- Θα μπει και αυτός μαζί μου, επιμένει ο άνθρωπος.
- Όχι, δεν επιτρέπεται, λέει ο Άγγελος. Τότε λέει ο άνθρωπος του Αγγέλου:
- Πήγαινε μέσα και πες του Κυρίου σου, ότι εγώ τον φιλοξένησα στο σπίτι μου, δώδεκα οι μαθητές του κι ένας αυτός δεκατρείς κι εγώ σέρνω έναν και δεν μπορεί να τον βάλει μέσα;...

Κι έτσι σώθηκε και η άλλη ψυχή από του σατανά τα χέρια!!!

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!



Μαντινάδες για φίλους


Ποτέ σου να μην το χαλάς του φίλου το χατήρι,
γιατί 'σαστε πάντα μαζί και μπιστεμένοι φίλοι.

Ποτέ σου να μην το χαλάς του φίλου το χατήρι,
άμα και κείνος στην καρδιά σε θέλει μουσαφίρη!

Πότε σου να μη θαρρευτείς, να πεις το μυστικό σου,
φίλος στο φίλο θα το πει, κι είναι κακό δικό σου(...)


 

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Το περβόλι του Τούρκου και του παπά

 
Ήτανε μια φορά ένας Τούρκος που είχε ένα περβόλι σύνορο με του παπά το περβόλι.
Ο παπάς περιποιούντανε το περβόλι του κι ήβγανε πολλά και ωραία λαχανικά.
Ο Τούρκος δεν ασχολιότανε και δεν πρόκοβε το περβόλι.
Ρωτά λοιπόν μια μέρα ο Τούρκος τον παπά: "Μα δε μου λες μωρέ παπά, τι κάνεις εσύ στο περβόλι σου και βγάνει τόσα λάχανα και μένα δεν βγάνει τίποτα;"
Λέει ο παπάς: "Ε, μα εγώ του διαβάζω!"
"Του διαβάζεις;" λέει ο Τούρκος. "Ε, πόσα θες να μου το διαβάσεις και μένα;"
Του λέει ο παπάς: "Ένα μετζίτι" (= παλιό τούρκικο χρυσό νόμισμα).
"Ορίστε, πάρε το μετζίτι" λέει ο Τούρκος "κι έλα να μου το διαβάσεις κι εμένα αύριο".
Παίρνει το μετζίτι ο παπάς κι έρχεται την επαύριο με το θυμιατό κι αρχίζει να γυρίζει και να θυμιάζει το περβόλι πάνω-κάτω και να λέει: " Η κοπρά και το νερό κάνει το λάχανο καλό, η κοπρά και το νερό κάνει το λάχανο καλό, η κοπρά και το νερό κάνει το λάχανο καλό! "
Κοντοστέκεται ο Τούρκος, σου λέει τι λέει μωρέ αυτός, συλλογάται και λέει: "Καλά το λες μωρέ παπά, ότι η κοπρά και το νερό κάνει το λάχανο καλό. Κρίμα το μετζίτι που σού ΄δωσα!".
Αλλά ήταν αργά! Του 'χε φάει ο χριστιανός το μετζίτι!

 

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Μαντινάδες για μάτια... αγαπημένα


Μάτια που εύκολα γελούν κι εύκολα πάλι κλαίνε,
αυτά μ' αρέσει ν' αγαπώ, γιατί κακό δε θένε.

Τα μάτια σου μ' αρέσουνε, αν είν' και δακρυσμένα
και η καρδιά σου να πονεί, μα να πονεί για μένα.

Τα μαύρα μάτια αγαπώ, για γαλανά πεθαίνω,
για τα κατσουλομάτικα, σκάβω τη γης και μπαίνω.

 
 

Παλιές μαντινάδες για την αγάπη


"Αγάπη 'γροίκου κι ήλεγα, πως είναι παραμύθια,
μα 'κείνη χύνει δάκρυα, χοντρά σαν τα ροβύθια"

"Αγάπη δεν εκάτεχα, πρικιά 'ναι για γλυκιά 'ναι,
μα 'δα που τη δοκίμασα, θεωτική φωτιά 'ναι"

"Σε αγαπώ ως αγαπά, ο άρρωστος να ζήσει,
κι ο διψασμένος το νερό, να πιεί για να δροσίσει"

"Σ' αγάπησα ως αγαπά, τυφλός το φως του ήλιου,
ως αγαπά η χρυσαλλίς, τα άνθη του Μαΐου"

"Πολύ καιρό 'χα στο χωριό, να βγω να κάμω βόλτα,
και 'θάρριε η αγάπη μου, πως ήχασα την πόρτα"




 

Πόσο καιρό εγκυμονούν τα ζώα



Το ούτσι-ούτσι  (= γουρούνι)  τέσσερα   (ενν. μήνες)
κι η καρκατσούλα (= κατσίκα)  πέντε
και το σκυλί και το γατί σαράντα πέντε μέρες


Μαντινάδες για τσι κοπελλιές


"Σαν τηνε δεις την κοπελιά να χαμηλοξανοίγει,
σκύψε και φίλησέ τηνε, μα κείνη δε μανίζει!"

"Σαν τηνε δεις την κοπελιά και πάει αλέργα-αλέργα, (=αλάργα=μακρυά)
μη τσι μιλήσεις κερατά, γιατί βαστά τη βέργα!"

"Δεν είμαι βασιλόπουλο για να σου τάξω θρόνο,
μόνο σου τάζω μια καρδιά, που 'χει για σένα πόνο"

"Μίλησε! μην το ράψανε το στόμα σου μ' ασήμι;
και μην εδόθηκε σε 'σε, όλ' η ταπεινοσύνη;"

"Αέρας είναι και περνά και να περάσει θέλει,
κι ο νέος απού σ' αγαπά, να σε γελάσει θέλει" (ωχ!)

 

Σοφές παροιμίες


"Για τον καινούργιο δρόμο,
τον παλιό μην τον ανεγυρίζεις!"


Για την εργασία:

"Αν δεν κουράσεις κόκκαλα,
κοιλιά δεν θεραπεύεις!"



 

Μαντινάδες αστείες


"Αγάπη μου ξινόρογδο και χαβιαλομαλέστρα (;),
την Κυριακή 'σαι έμορφη και τη Δευτέρα χέστρα!"

"Αγάπη μου ξινόρογδο, ξαρρώστικο κυδώνι,
όλο τον κόσμο ξαρρωστάς και μένα θανατώνεις!"

"Σε αγαπώ ως αγαπά ο γάϊδαρος τα χόρτα,
ο κάτης (= ο γάτης) την κατσούλα του (=η γάτα)
κι ο πετεινός την κότα!"

"Δεν φεύγω από την Κρήτη
ανε με λένε και κοπρίτη!"
(κοπρίτης: πουλί που δεν φεύγει, είναι όλο το χρόνο εδώ,
πάει σε μέρη όχι καθαρά, σκουπιδότοπους κλπ)


Μαντινάδες ειδικά αφιερωμένες


Από επίσκεψη στον ΩΡΛ:
"Βουλώσανε πάλι τ' αυτιά, κι άρχισαν να βουΐζουν,
τον Καρακώστα θέλουνε να μου τα καθαρίζει"


Για τον π. Ιωάννη:
"Όταν σε έπλασε ο Θεός, σου 'δωκε την ευκή Του,
το ποίμνιό Του ν' αγαπάς, με όλη την ψυχή σου!"

Για την πρεσβ. Ειρήνη:
"Ο μερακλής ο άνθρωπος απ' το Θεό 'χει χάρη,
τα πάντα δίνει απλόχερα, δίχως αυτός να πάρει!"

Για τον π. Ιωάννη και την πρεσβ. Ειρήνη:
"Ένα περβόλι στην καρδιά η οικογένειά σας,
ο κρίνος ναν' ο άντρας σας, λουλούδια τα παιδιά σας!"


 Για τη Νεκταρία Χ.:
"Η μέση είναι ευαίσθητη, πρέπει να την προσέχεις,
ωσάν τα μάτια σου τα δυό, κι αυτή πρέπει να έχεις"